- ζώντως
- ζώντως,A vivide, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζώντως — (Α) επίρρ. με τρόπο ζωηρό, ζωηρά, γρήγορα, με οξύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ζων (θ. ζωντ ) τού ζω] … Dictionary of Greek